μολυβ(δ)οσκεπασμένος

μολυβ(δ)οσκεπασμένος
μολυβ(δ)οσκεπασμένος, -η, -ον (Μ)
καλυμμένος, στεγασμένος με μόλυβδο, με μολύβδινες πλάκες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”